- ερημοποιός
- ἐρημοποιός, -όν (Α)αυτός που προκαλεί ερήμωση, καταστροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος*) + -ποιός (< ποιώ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρημοποιός — making desolate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημοποιόν — ἐρημοποιός making desolate masc/fem acc sg ἐρημοποιός making desolate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημοποιοῖς — ἐρημοποιός making desolate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημοποιοί — ἐρημοποιός making desolate masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημοποιούς — ἐρημοποιός making desolate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημοποιά — ἐρημοποιός making desolate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημοποιῶν — ἐρημοποιός making desolate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek